- τρώγανα
- τρώγ-ᾰνα, τά, = foreg., IG5(1).363.13,16 (Sparta, i A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρώγανα — τὰ, Α τα τρωγάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. ανο ν (πρβλ. πόπ ανο ν)] … Dictionary of Greek